φιλόκοσμος

φιλόκοσμος
-η, -ο / φιλόκοσμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που τού αρέσουν πολύ τα στολίδια, τα κοσμήματα
νεοελλ.
αυτός που τού αρέσουν οι κοινωνικές συναναστροφές, κοινωνικός
μσν.-αρχ.
εκκλ. αυτός που αγαπά και επιθυμεί τα κοσμικά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -κοσμος (< κόσμος «τάξη, αρμονία»), πρβλ. νεκρό-κοσμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλόκοσμος — loving ornament masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόκοσμον — φιλόκοσμος loving ornament masc/fem acc sg φιλόκοσμος loving ornament neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκόσμοις — φιλόκοσμος loving ornament masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκόσμου — φιλόκοσμος loving ornament masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκόσμους — φιλόκοσμος loving ornament masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκόσμων — φιλόκοσμος loving ornament masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκόσμῳ — φιλόκοσμος loving ornament masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόκοσμα — φιλόκοσμος loving ornament neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόκοσμε — φιλόκοσμος loving ornament masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόκοσμοι — φιλόκοσμος loving ornament masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”