- φιλόκοσμος
- -η, -ο / φιλόκοσμος, -ον, ΝΜΑαυτός που τού αρέσουν πολύ τα στολίδια, τα κοσμήματανεοελλ.αυτός που τού αρέσουν οι κοινωνικές συναναστροφές, κοινωνικόςμσν.-αρχ.εκκλ. αυτός που αγαπά και επιθυμεί τα κοσμικά πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -κοσμος (< κόσμος «τάξη, αρμονία»), πρβλ. νεκρό-κοσμος].
Dictionary of Greek. 2013.